γονιμοποιώ

γονιμοποιώ
γονιμοποιώ, γονιμοποίησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γονιμοποιώ — ( έω) κάνω κάτι γόνιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γονιμοποιός. Η λ. μαρτυρείται στον Θ. Μανούση] …   Dictionary of Greek

  • γονιμοποιώ — γονιμοποίησα, γονιμοποιήθηκα, γονιμοποιημένος, καθιστώ κάτι γόνιμο, το κάνω να καρποφορήσει: Οι μέλισσες μεταφέρουν τη γύρη που γονιμοποιεί τα φυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αγονιμοποίητος — η, ο [γονιμοποιώ] (για ζώα και φυτά) αυτός που δεν γονιμοποιήθηκε με τη γύρη, το σπερματοζωάριο κ.λπ., ο μη γονιμοποιημένος …   Dictionary of Greek

  • ανακυΐσκω — ἀνακυΐσκω (Α) γονιμοποιώ πάλι μέσ. εγκυμονώ πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυΐσκω)] …   Dictionary of Greek

  • ανερίναστος — ἀνερίναστος, ον (Α) 1. (σύκο) που ωρίμασε χωρίς να ορνιαστεί η συκιά 2. (συκιά) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για γονιμοποίηση ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εριναστός «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» < ερινάζω «γονιμοποιώ… …   Dictionary of Greek

  • γονιμοποίηση — Στον άνθρωπο ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ένωση ενός ωαρίου και ενός σπερματοζωαρίου για τη δημιουργία ενός γονιμοποιημένου ωαρίου, του πρώτου κυττάρου ενός εμβρύου. Στους ανώτερους οργανισμούς, όπως είναι τα περισσότερα ζώα και… …   Dictionary of Greek

  • εκλιπαίνω — ἐκλιπαίνω (Α) 1. παχαίνω, γονιμοποιώ 2. φρ. «ἐκλιπαίνω πέλαγος» κάνω τη θάλασσα λάδι, ηρεμώ τη θάλασσα …   Dictionary of Greek

  • ερινάζω — και ερινεάζω και ερινιάζω και ρινιάζω (AM ἐρινάζω) [ερινάς] 1. κρεμώ τον καρπό τής άγριας συκιάς (ερινεός) στα κλαδιά ήμερης για να μεταφέρουν τα μικρά έντομα που ζουν στον καρπό τής άγριας γύρη με σκοπό να γονιμοποιηθεί η ήμερη, γονιμοποιώ άγρια …   Dictionary of Greek

  • ζωώ — ζωῶ, όω (AM) [ζωός] μσν. 1. δίνω ζωή, προικίζω κάποιον με ζωή 2. ανασταίνω αρχ. 1. ζωοποιώ, ζωογονώ, γονιμοποιώ 2. εμφυχώνω, ενθαρρύνω 3. παθ. ζωοῡμαι, όομαι α) δέχομαι, παίρνω ζωή β) (για φυτά που σαπίζουν) γεμίζω σκουλήκια, σκουληκιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”